- στενοκεφαλιά
- η, Νμτφ.1. έλλειψη πνευματικής ευρύτητας, στενότητα αντίληψης, μικρόνοια2. άσκοπη επιμονή, πείσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενοκέφαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στενοκεφαλιά — η 1. στενομυαλιά, περιορισμένη αντιληπτική ικανότητα. 2. πείσμα: Τα παθε από τη στενοκεφαλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… … Dictionary of Greek
μικρογνωμοσύνη — μικρογνωμοσύνη, ἡ (ΑΜ) περιορισμένη αντίληψη, περιορισμένη διάνοια, στενοκεφαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γνωμοσύνη, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. τ. *μικρογνώμων] … Dictionary of Greek
μικρόνοια — η (Μ μικρόνοια) 1. στενοκεφαλιά 2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + νοια (< νους)] … Dictionary of Greek
στενομυαλιά — η, Ν [στενόμυαλος] στενοκεφαλιά … Dictionary of Greek
Ζοστσένκο, Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς — (Mikhail Mikhailovich Zoshchenko, Πολτάβα 1895 – Λένινγκραντ [Αγία Πετρούπολη] 1958). Ρώσος συγγραφέας. Πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και αρρώστησε βαριά από τα γερμανικά ασφυξιογόνα. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα και το 1921 δημοσίευσε τα… … Dictionary of Greek
δασκαλισμός — ο στενοκεφαλιά, σχολαστικισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)